- κακός, -ή
- κακός, -ή και -ιά, -ό επίρρ. -ά1. βλαβερός, δυσάρεστος, επιζήμιος: Να φυλάγεσαι από την κακιά την ώρα.2. ελαττωματικός, ανάξιος, αδέξιος: Ο κακός μαθητής δεν προβιβάζεται.3. πονηρός, χαιρέκακος: Αυτός είναι κακός άνθρωπος.4. αυτός που γίνεται ή κάνει αντίθετα με τους ηθικούς κανόνες: Μη λέτε κακά λόγια.5. το ουδ., κακό ως ουσ., σημαίνει κακή πράξη, βλάβη, δυστύχημα, συμφορά: Tι κακό μας βρήκε!
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.